ἐπικλέπτοιτο

ἐπικλέπτοιτο
ἐπικλέπτοιτο· ἐπιθυμοίη, Hsch. [full] ἐπικλεσαιδόνα· ἐπικληδόνα, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικλέπτοιτο — ἐπί κλέπτω clepere pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικλέπτω — ἐπικλέπτω (AM) [κλέπτω] μσν. 1. υποκλέπτω 2. παθ. ἐπικλέπτομαι παρασύρομαι ασυναίσθητα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικλέπτοιτο ἐπιθυμοίη» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”